- σαπροπηλός
- ο, Ν(πετρογρ.) ασύνδετο ίζημα πλούσιο σε βιτουμενιούχες ουσίες, που χαρακτηρίζεται από τύρφη πλούσια σε λιπαρές και κηρώδεις ουσίες και φτωχή σε κυτταρινικό υλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapropel (< σαπρός + πηλός)].
Dictionary of Greek. 2013.